-
1 κίμβιξ
κίμβιξ, - ικοςGrammatical information: m.Meaning: `niggard, skinflint' (Xenoph., Arist., Plu.).Derivatives: κιμβικ[ε]ία ( κιμβηκια Η) πανουργία, ἐνεασμός (r. ἐνδοιασμός) H.; also κιμβ(ε)ία `stinginess' (Artist., H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Popular-expressive word in - ιξ (Chantraine Formation 382), which cannot be analysed. Perhaps with Persson Studien 177 n. 1, Grošelj Živa Ant. 2, 209f. to σκιπός σκνιφός, ὁ μικρολόγος H.; σκιφία H. as explanation of κιμβεία; further possible connections s. κνίψ. - No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίμβιξ
См. также в других словарях:
κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… … Dictionary of Greek
σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] … Dictionary of Greek